- θεματίζω
- θεματίζω (AM)[θέμα] (μσν)1. ισχυρίζομαι, υποστηρίζω2. αστρολ. προλέγω τα μέλλοντα τής ζωής κάποιου από το ζώδιο του3. (νομ.) ορίζω, προσδιορίζω δικαστική υπόθεσηαρχ.1. καταθέτω με τόκο, αποταμιεύω χρήματα2. βάζω κάτι στην αρμόζουσα θέση, τακτοποιώ3. (ρητορ.) ορίζω ένα θέμα και τό υποστηρίζω4. γραμμ. αποδίδω αυθαίρετα κάποια σημασία ή γένος σε μια λέξη.
Dictionary of Greek. 2013.